↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοκαίνουριος η ολοκαίνουρια το ολοκαίνουριο
      γενική του ολοκαίνουριου της ολοκαίνουριας του ολοκαίνουριου
    αιτιατική τον ολοκαίνουριο την ολοκαίνουρια το ολοκαίνουριο
     κλητική ολοκαίνουριε ολοκαίνουρια ολοκαίνουριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοκαίνουριοι οι ολοκαίνουριες τα ολοκαίνουρια
      γενική των ολοκαίνουριων των ολοκαίνουριων των ολοκαίνουριων
    αιτιατική τους ολοκαίνουριους τις ολοκαίνουριες τα ολοκαίνουρια
     κλητική ολοκαίνουριοι ολοκαίνουριες ολοκαίνουρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολοκαίνουριος < ολο- + καινούριος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.loˈce.nuɾ.ʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λο‐καί‐νου‐ριος
ομόηχο: ολοκαίνουργιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολοκαίνουριος, -α, -ο / ολοκαίνουργιος, -α, -ο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία