ολο-
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολο- < ελληνιστική κοινή ὁλ(ο)- < αρχαία ελληνική ὅλος· αρκετές λέξεις της νέας ελληνικής από ολο- συναντώνται ήδη στην αρχαία ελληνική (π.χ. ὁλόλευκος, ὁλοσχερής, ὁλόχρυσος), την ελληνιστική κοινή (π.χ. ὁλοστρόγγυλος, ὁλόσωμος, ὁλόψυχος) ή τη μεσαιωνική γλώσσα
- (για επιστημονικούς όρους) ελληνογενής διαγλωσσική ορολογία holo-
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθημαΕπεξεργασία
ολο-, ολό- (και ολ- όταν ακολουθούσε φωνήεν σε παλαιά σύνθετα)
- πρώτο συνθετικό λέξεων που
- επιτείνει τη σημασία του επιθέτου που είναι δεύτερο συνθετικό
- δηλώνει αποκλειστικά το χρώμα του δεύτερου συνθετικού
- δηλώνει αποκλειστικά το υλικό του δεύτερου συνθετικού
- καλύπτει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την επιφάνεια ή χρονική διάρκεια του δεύτερου συνθετικού
- (επιστημονικοί όροι)
- ολόγραμμα < γαλλική hologramme
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ολο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ολό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ολ- στο Βικιλεξικό