ολο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὁλ(ο)- < αρχαία ελληνική ὅλος
- (για επιστημονικούς όρους) λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία holo- [1]
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαολο-, ολό- (και ολ- όταν ακολουθούσε φωνήεν σε παλαιά σύνθετα)
(επιτατικό) πρώτο συνθετικό λέξεων που
- επιτείνει τη σημασία του επιθέτου που είναι δεύτερο συνθετικό
- δηλώνει αποκλειστικά το χρώμα του δεύτερου συνθετικού
- δηλώνει αποκλειστικά το υλικό του δεύτερου συνθετικού
- καλύπτει ή αναφέρεται σε ολόκληρη την επιφάνεια ή χρονική διάρκεια του δεύτερου συνθετικού
- (επιστημονικοί όροι)
- ολόγραμμα < γαλλική hologramme
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ολο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ολό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ολ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ολο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας