ολάνθιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολάνθιστος < ολ- + (ανθίζω) ανθισ- + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈlan.θi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λάν‐θι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
- (επιτατικό επίθετο) που είναι τελείως ανθισμένος, γεμάτος λουλούδια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ολάνθιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ολάνθιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)