Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανθισμέν
ος
η
ανθισμέν
η
το
ανθισμέν
ο
γενική
του
ανθισμέν
ου
της
ανθισμέν
ης
του
ανθισμέν
ου
αιτιατική
τον
ανθισμέν
ο
την
ανθισμέν
η
το
ανθισμέν
ο
κλητική
ανθισμέν
ε
ανθισμέν
η
ανθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανθισμέν
οι
οι
ανθισμέν
ες
τα
ανθισμέν
α
γενική
των
ανθισμέν
ων
των
ανθισμέν
ων
των
ανθισμέν
ων
αιτιατική
τους
ανθισμέν
ους
τις
ανθισμέν
ες
τα
ανθισμέν
α
κλητική
ανθισμέν
οι
ανθισμέν
ες
ανθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανθισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ανθίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ανθισμένος, -η, -ο
που έχει
ανθίσει
, που έχει βγάλει
άνθη
(
λουλούδια
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανθισμένος
γαλλικά
:
fleuri
(fr)