Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθίζω < Κατά τον Πετρούνια,[1] (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνθίζω (στρώνω με λουλούδια) μέσω του μεσαιωνικού ἀθίζω και με λόγια επίδραση ⟨νθ⟩ κατα το αρχαίο ρήμα < ἄνθ(ος) + -ίζω. Δείτε και ανθός, ἀθός, ἀνθός
Κατά τον Ανδριώτη[2] και τον Μπαμπινιώτη,[3] (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνθίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /anˈθi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θί‐ζω

ανθίζω και ανθώ, πρτ.: άνθιζα, στ.μέλλ.: θα ανθίσω, αόρ.: άνθισα, μτχ.π.π.: ανθισμένος (παθητικός τύπος ανθίζομαι με διαφορετική σημασία)

  1. (για φυτά) βγάζω άνθη
    «Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος», τίτλος μυθιστορήματος του Μενέλαου Λουντέμη.
  2. (μεταφορικά) ομορφαίνω, αναπτύσσομαι, ακμάζω, φτάνω στην καλύτερη εποχή μου
    Στα Κυκλαδονήσια άνθισε κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. ένας ιδιαίτερος και πρωτότυπος πολιτισμός.
  3. → δείτε τη λέξη ανθίζομαι (αργκό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ανθώ (κυρίως, μεταφορικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άνθος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανθίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Στε: Οι ετυμολογίες του Λεξικού, από τον Ευάγγελο Πετρούνια.
  2. «ανθίζω» - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  3. s.v. «άνθος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.