Ετυμολογία

επεξεργασία
αργκό < (λόγιο δάνειο) γαλλική argot (αρσενικό), θηλυκό κατά το ουσιαστικό γλώσσα [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾˈɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αργκό θηλυκό άκλιτο

  1. (γλωσσολογία) συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιείται από άτομα του υπόκοσμου
  2. (κατ’ επέκταση) μία μορφή συνθηματικής γλώσσας που χρησιμοποιούν ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες
    η στρατιωτική αργκό, η εφηβική αργκό, η επαγγελματική αργκό
  3. (συνεκδοχικά) καθημερινή, μη ακαδημαϊκή (λαϊκή) γλώσσα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία