αργκό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αργκό < (λόγιο δάνειο) γαλλική argot (αρσενικό), θηλυκό κατά το ουσιαστικό γλώσσα [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾˈɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααργκό θηλυκό άκλιτο
- (γλωσσολογία) συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιείται από άτομα του υπόκοσμου
- (κατ’ επέκταση) μία μορφή συνθηματικής γλώσσας που χρησιμοποιούν ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες
- ⮡ η στρατιωτική αργκό, η εφηβική αργκό, η επαγγελματική αργκό
- (συνεκδοχικά) καθημερινή, μη ακαδημαϊκή (λαϊκή) γλώσσα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αργκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αργκό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας