Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργκοτικός η αργκοτική το αργκοτικό
      γενική του αργκοτικού της αργκοτικής του αργκοτικού
    αιτιατική τον αργκοτικό την αργκοτική το αργκοτικό
     κλητική αργκοτικέ αργκοτική αργκοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργκοτικοί οι αργκοτικές τα αργκοτικά
      γενική των αργκοτικών των αργκοτικών των αργκοτικών
    αιτιατική τους αργκοτικούς τις αργκοτικές τα αργκοτικά
     κλητική αργκοτικοί αργκοτικές αργκοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αργκοτικός < γαλλική argotique < argot

  Επίθετο επεξεργασία

αργκοτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία