ακαδημαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακαδημαϊκός < ελληνιστική ἀκαδημαϊκός < Ἀκαδημία
Σημειώσεις
επεξεργασία- Καθαρεύουσα: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκόν.
Επίθετο
επεξεργασία
ακαδημαϊκός, -ή, -ό
- μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας, δηλαδή πανεπιστημιακός ερευνητής ή καθηγητής
- ακαδημαϊκός πολίτης
- (συνεκδοχικά) χωρίς πρακτικό σκοπό
- ακαδημαϊκή συζήτηση : θεωρητική συζήτηση, συζήτηση για να περνάει η ώρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακαδημαϊκός, -ή, -ό
- μέλος της Ακαδημίας κάποιας χώρας, πχ. της Ακαδημίας Αθηνών
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαδημαϊκά (καθαρεύουσα: ακαδημαϊκώς)
- ακαδημαϊκότητα
- ακαδημαϊσμός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακαδημαϊκός