ιδεολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιδεολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική idéologique[1] (ιδεολογ(ία) + -ικός)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðe.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δε‐ο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
ιδεολογικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ή εμπεριέχει μια ιδεολογία
- ※ ο αλυτρωτικός εθνικισμός, που αποτέλεσε τον πυλώνα του ιδεολογικού εποικοδομήματος και τον γνώμονα χάραξης της εξωτερικής πολιτικής των βαλκανικών χωρών κατά τον «μακρό» 19ο αιώνα, έπαυσε να κατευθύνει τις επιλογές των ιθυνόντων και των αστών διανοουμένων των κρατών της Βαλκανικής στον Μεσοπόλεμο (Σπυρίδων Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: Ο «γεωργικός εθνικισμός» στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946), εκδ. Πατάκης, 2013)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδεολογικός
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ιδεολογικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας