Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαδημαϊκά < ακαδημαϊκός

  Επίρρημα επεξεργασία

ακαδημαϊκά

  1. από ακαδημαϊκή άποψη
  2. γενικά και θεωρητικά, όχι για να καταλήξουμε σε κάποιο πρακτικό συμπέρασμα ή απόφαση
    μη θυμώνεις, ακαδημαϊκά μιλάμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία