γενικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γενικά < γενικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
γενικά
- από συνολική άποψη
- είμαστε γενικά ευχαριστημένοι από την εξέλιξη των πραγμάτων
- συνήθως
- είναι κλειστός άνθρωπος και, γενικά, δε βγαίνει πολύ
- αόριστα, χωρίς λεπτομέρειες
- μου μίλησε πολύ γενικά και δεν κατάλαβα πολλά
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
γενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γενικό