λόγιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λόγιος | η | λόγια | το | λόγιο |
γενική | του | λόγιου | της | λόγιας | του | λόγιου |
αιτιατική | τον | λόγιο | τη | λόγια | το | λόγιο |
κλητική | λόγιε | λόγια | λόγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λόγιοι | οι | λόγιες | τα | λόγια |
γενική | των | λόγιων | των | λόγιων | των | λόγιων |
αιτιατική | τους | λόγιους | τις | λόγιες | τα | λόγια |
κλητική | λόγιοι | λόγιες | λόγια | |||
Οι λόγιοι τύποι με μετακίνηση τόνου όπως λογία, λογίους συνήθως στα ουσιαστικοποιημένα. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λόγιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λόγιος (μορφωμένος) < λόγος < λέγω, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική learned ή από τη γαλλική érudit [1]
- Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlo.ʝi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λό‐γι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαλόγιος, -α, -ο, συγκριτικός : λογιότερος, υπερθετικός : λογιότατος
- μορφωμένος, καλλιεργημένος, ευρυμαθής
- (για λόγο, έκφραση) έντεχνος, καλλιεργημένος, προσεγμένος, επίσημος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λόγιος
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λόγιος | οι | λόγιοι |
γενική | του | λόγιου & λογίου |
των | λόγιων & λογίων |
αιτιατική | τον | λόγιο | τους | λόγιους & λογίους |
κλητική | λόγιε | λόγιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
λόγιος αρσενικό (θηλυκό λογία)
- ο λόγιος, άνθρωπος των γραμμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- λόγια, λογία
- λογιοσύνη
- λογιοτατίζω
- λογιοτατισμός
- λογιότατος
- σοφολογιότατος
- ψευδολόγιος / ψευτολόγιος
→ και δείτε τις λέξεις λόγος και λέγω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λόγιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λόγιος | ἡ | λογίᾱ | τὸ | λόγιον |
γενική | τοῦ | λογίου | τῆς | λογίᾱς | τοῦ | λογίου |
δοτική | τῷ | λογίῳ | τῇ | λογίᾳ | τῷ | λογίῳ |
αιτιατική | τὸν | λόγιον | τὴν | λογίᾱν | τὸ | λόγιον |
κλητική ὦ! | λόγιε | λογίᾱ | λόγιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | λόγιοι | αἱ | λόγιαι | τὰ | λόγιᾰ |
γενική | τῶν | λογίων | τῶν | λογίων | τῶν | λογίων |
δοτική | τοῖς | λογίοις | ταῖς | λογίαις | τοῖς | λογίοις |
αιτιατική | τοὺς | λογίους | τὰς | λογίᾱς | τὰ | λόγιᾰ |
κλητική ὦ! | λόγιοι | λόγιαι | λόγιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογίω | τὼ | λογίᾱ | τὼ | λογίω |
γεν-δοτ | τοῖν | λογίοιν | τοῖν | λογίαιν | τοῖν | λογίοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλόγιος, -α, -ο, συγκριτικός : λογιώτερος, υπερθετικός : λογιώτατος
- ικανός στην εξιστόρηση
- ικανός στην έκφραση, στα λόγια, εύγλωττος
- μορφωμένος, πολυμαθής
- προσωνυμία του Ερμή, για την ευγλωττία
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλόγιος αρσενικό
- ο χρονικογράφος (στον Ηρόδοτο)
- Περσέων οἱ λόγιοι (⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 1.1@greeklanguage.gr
Συνώνυμα
επεξεργασία- λογιώτατος (ουσιαστικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λόγιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λόγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.