σοφολογιότατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σοφολογιότατος < σοφός + -ο- + λογιότατος
Επίθετο επεξεργασία
σοφολογιότατος
- (παρωχημένο) που είναι σοφός και λόγιος
- (ειρωνικό) (παρωχημένο) που τον διακρίνει σχολαστικισμός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σοφολογιότατος
|