Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοφολογιότατος η σοφολογιότατη το σοφολογιότατο
      γενική του σοφολογιότατου της σοφολογιότατης του σοφολογιότατου
    αιτιατική τον σοφολογιότατο τη σοφολογιότατη το σοφολογιότατο
     κλητική σοφολογιότατε σοφολογιότατη σοφολογιότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοφολογιότατοι οι σοφολογιότατες τα σοφολογιότατα
      γενική των σοφολογιότατων των σοφολογιότατων των σοφολογιότατων
    αιτιατική τους σοφολογιότατους τις σοφολογιότατες τα σοφολογιότατα
     κλητική σοφολογιότατοι σοφολογιότατες σοφολογιότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοφολογιότατος < σοφός + -ο- + λογιότατος

  Επίθετο επεξεργασία

σοφολογιότατος

  1. (παρωχημένο) που είναι σοφός και λόγιος
  2. (ειρωνικό) (παρωχημένο) που τον διακρίνει σχολαστικισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία