Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογιοσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λογιοσύν
η
οι
λογιοσύν
ες
γενική
της
λογιοσύν
ης
των
(
λογιοσυν
ών
)
αιτιατική
τη
λογιοσύν
η
τις
λογιοσύν
ες
κλητική
λογιοσύν
η
λογιοσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
σκόνη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λογιοσύνη
<
λόγι(ος)
+
-οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λογιοσύνη
θηλυκό
η ιδιότητα (για έναν άνθρωπο) του
λογίου
, η μόρφωση και η πνευματική καλλιέργεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογιοσύνη
αγγλικά
:
scholarship
(en)
γαλλικά
:
érudition
(fr)