Δείτε επίσης: ἔντεχνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έντεχνος η έντεχνη το έντεχνο
      γενική του έντεχνου της έντεχνης του έντεχνου
    αιτιατική τον έντεχνο την έντεχνη το έντεχνο
     κλητική έντεχνε έντεχνη έντεχνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έντεχνοι οι έντεχνες τα έντεχνα
      γενική των έντεχνων των έντεχνων των έντεχνων
    αιτιατική τους έντεχνους τις έντεχνες τα έντεχνα
     κλητική έντεχνοι έντεχνες έντεχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έντεχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔντεχνος < ἐν (έν-) + -τεχνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈen.de.xnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐ντε‐χνος
παλιότερος συλλαβισμός: έν‐τε‐χνος

  Επίθετο επεξεργασία

έντεχνος, -η, -ο

  1. που γίνεται με τέχνη ή με καλλιτεχνία
     συνώνυμα: καλοφτιαγμένος
     αντώνυμα: κακότεχνος
  2. που γίνεται με καλλιτεχνική πρόθεση, που δεν είναι έργο ανωνύμου ή εμπειρικού καλλιτέχνης
    (μουσική)
    'έντεχνη μουσική (λόγια μουσική)
    έντεχνο τραγούδι, έντεχνο λαϊκό τραγούδι
  3. που έχει προσχεδιαστεί και δεν είναι αυθόρμητος
    την εξαπάτησε με έντεχνο τρόπο
     συνώνυμα: επιτήδειος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία