επιτήδειος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιτήδειος < αρχαία ελληνική ἐπιτήδειος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική habile)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
επιτήδειος, -α, -ο
- ο επιδέξιος, ο ικανός, ο κατάλληλος σε έναν τομέα
- (κατ' επέκταση) ο απατεώνας, κάποιος που εκμεταλλεύεται την αφέλεια ή την άγνοια των άλλων, για να κερδίσει χρήματα ή για άλλους σκοπούς
- Με τη μέθοδο της απασχόλησης επιτήδειοι έκλεψαν 80χρονο. (*)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τα επιτήδεια: τα αναγκαία για τη ζωή