μπαγαπόντης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαγαπόντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική vagabond(o) + -ης με [b] από συμπροφορά με άρθρο στην αιτιατική [ton-v > tomv > tomb > ton-b [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.ɣaˈpon.dis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐γα‐πό‐ντης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαγαπόντης αρσενικό (θηλυκό μπαγαμπόντισσα)
- ο κατεργάρης, ο απατεώνας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μπαγαπόντης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας