Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπροφορά οι συμπροφορές
      γενική της συμπροφοράς των συμπροφορών
    αιτιατική τη συμπροφορά τις συμπροφορές
     κλητική συμπροφορά συμπροφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπροφορά < συμ(προφέρω), συμ-προφορά [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.bɾo.foˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπρο‐φο‐ρά
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐προ‐φ‐ρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπροφορά θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία