συνεκφώνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεκφώνηση | οι | συνεκφωνήσεις |
γενική | της | συνεκφώνησης* | των | συνεκφωνήσεων |
αιτιατική | τη | συνεκφώνηση | τις | συνεκφωνήσεις |
κλητική | συνεκφώνηση | συνεκφωνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεκφωνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνεκφώνηση < ελληνιστική κοινή συνεκφώνησις[1] [2] [3] < συνεκφωνέω < ἐκφωνέω < αρχαία ελληνική φωνέω < φωνή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεκφώνηση θηλυκό
- (γραμματική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνεκφωνώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεκφώνηση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνεκφώνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συνεκφώνηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ συνεκφώνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.