Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεκφωνώ < ελληνιστική κοινή συνεκφωνέω / συνεκφωνῶ < αρχαία ελληνική ἐκφωνέω < φωνή

συνεκφωνώ (παθητική φωνή: συνεκφωνούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία