συνεκφωνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεκφωνώ < ελληνιστική κοινή συνεκφωνέω / συνεκφωνῶ < αρχαία ελληνική ἐκφωνέω < φωνή
Ρήμα
επεξεργασίασυνεκφωνώ (παθητική φωνή: συνεκφωνούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- συνεκφωνημένος
- συνεκφώνηση
- → δείτε τις λέξεις συν, εκφωνώ και φωνή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνεκφωνώ | συνεκφωνούσα | θα συνεκφωνώ | να συνεκφωνώ | συνεκφωνώντας | |
β' ενικ. | συνεκφωνείς | συνεκφωνούσες | θα συνεκφωνείς | να συνεκφωνείς | (συνεκφώνει) | |
γ' ενικ. | συνεκφωνεί | συνεκφωνούσε | θα συνεκφωνεί | να συνεκφωνεί | ||
α' πληθ. | συνεκφωνούμε | συνεκφωνούσαμε | θα συνεκφωνούμε | να συνεκφωνούμε | ||
β' πληθ. | συνεκφωνείτε | συνεκφωνούσατε | θα συνεκφωνείτε | να συνεκφωνείτε | συνεκφωνείτε | |
γ' πληθ. | συνεκφωνούν(ε) | συνεκφωνούσαν(ε) | θα συνεκφωνούν(ε) | να συνεκφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνεκφώνησα | θα συνεκφωνήσω | να συνεκφωνήσω | συνεκφωνήσει | ||
β' ενικ. | συνεκφώνησες | θα συνεκφωνήσεις | να συνεκφωνήσεις | συνεκφώνησε | ||
γ' ενικ. | συνεκφώνησε | θα συνεκφωνήσει | να συνεκφωνήσει | |||
α' πληθ. | συνεκφωνήσαμε | θα συνεκφωνήσουμε | να συνεκφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | συνεκφωνήσατε | θα συνεκφωνήσετε | να συνεκφωνήσετε | συνεκφωνήστε | ||
γ' πληθ. | συνεκφώνησαν συνεκφωνήσαν(ε) |
θα συνεκφωνήσουν(ε) | να συνεκφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνεκφωνήσει | είχα συνεκφωνήσει | θα έχω συνεκφωνήσει | να έχω συνεκφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνεκφωνήσει | είχες συνεκφωνήσει | θα έχεις συνεκφωνήσει | να έχεις συνεκφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνεκφωνήσει | είχε συνεκφωνήσει | θα έχει συνεκφωνήσει | να έχει συνεκφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνεκφωνήσει | είχαμε συνεκφωνήσει | θα έχουμε συνεκφωνήσει | να έχουμε συνεκφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνεκφωνήσει | είχατε συνεκφωνήσει | θα έχετε συνεκφωνήσει | να έχετε συνεκφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνεκφωνήσει | είχαν συνεκφωνήσει | θα έχουν συνεκφωνήσει | να έχουν συνεκφωνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεκφωνώ
|
Πηγές
επεξεργασία- συνεκφωνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνεκφωνώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συνεκφωνώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)