εκφωνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκφωνῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκφωνέω < αρχαία ελληνική ἐκ + φωνέω / φωνῶ < φωνή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.foˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φω‐νώ
Ρήμα
επεξεργασίαεκφωνώ, αόρ.: εκφώνησα, παθ.φωνή: εκφωνούμαι, π.αόρ.: εκφωωνήθηκα, μτχ.π.π.: εκφωνημένος
- διαβάζω ή λέω κάτι μεγαλόφωνα και με (κάποια) επισημότητα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εκ και φωνή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφωνώ | εκφωνούσα | θα εκφωνώ | να εκφωνώ | εκφωνώντας | |
β' ενικ. | εκφωνείς | εκφωνούσες | θα εκφωνείς | να εκφωνείς | ||
γ' ενικ. | εκφωνεί | εκφωνούσε | θα εκφωνεί | να εκφωνεί | ||
α' πληθ. | εκφωνούμε | εκφωνούσαμε | θα εκφωνούμε | να εκφωνούμε | ||
β' πληθ. | εκφωνείτε | εκφωνούσατε | θα εκφωνείτε | να εκφωνείτε | εκφωνείτε | |
γ' πληθ. | εκφωνούν(ε) | εκφωνούσαν(ε) | θα εκφωνούν(ε) | να εκφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφώνησα | θα εκφωνήσω | να εκφωνήσω | εκφωνήσει | ||
β' ενικ. | εκφώνησες | θα εκφωνήσεις | να εκφωνήσεις | εκφώνησε | ||
γ' ενικ. | εκφώνησε | θα εκφωνήσει | να εκφωνήσει | |||
α' πληθ. | εκφωνήσαμε | θα εκφωνήσουμε | να εκφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | εκφωνήσατε | θα εκφωνήσετε | να εκφωνήσετε | εκφωνήστε | ||
γ' πληθ. | εκφώνησαν εκφωνήσαν(ε) |
θα εκφωνήσουν(ε) | να εκφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκφωνήσει | είχα εκφωνήσει | θα έχω εκφωνήσει | να έχω εκφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκφωνήσει | είχες εκφωνήσει | θα έχεις εκφωνήσει | να έχεις εκφωνήσει | έχε εκφωνημένο | |
γ' ενικ. | έχει εκφωνήσει | είχε εκφωνήσει | θα έχει εκφωνήσει | να έχει εκφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφωνήσει | είχαμε εκφωνήσει | θα έχουμε εκφωνήσει | να έχουμε εκφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκφωνήσει | είχατε εκφωνήσει | θα έχετε εκφωνήσει | να έχετε εκφωνήσει | έχετε εκφωνημένο | |
γ' πληθ. | έχουν εκφωνήσει | είχαν εκφωνήσει | θα έχουν εκφωνήσει | να έχουν εκφωνήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκφωνημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκφωνημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκφωνημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκφωνημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφωνούμαι | εκφωνούμουν | θα εκφωνούμαι | να εκφωνούμαι | ||
β' ενικ. | εκφωνείσαι | εκφωνούσουν | θα εκφωνείσαι | να εκφωνείσαι | ||
γ' ενικ. | εκφωνείται | εκφωνούνταν | θα εκφωνείται | να εκφωνείται | ||
α' πληθ. | εκφωνούμαστε | εκφωνούμασταν εκφωνούμαστε |
θα εκφωνούμαστε | να εκφωνούμαστε | ||
β' πληθ. | εκφωνείστε | εκφωνούσασταν εκφωνούσαστε |
θα εκφωνείστε | να εκφωνείστε | εκφωνείστε | |
γ' πληθ. | εκφωνούνται | εκφωνούνταν | θα εκφωνούνται | να εκφωνούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφωνήθηκα | θα εκφωνηθώ | να εκφωνηθώ | εκφωνηθεί | ||
β' ενικ. | εκφωνήθηκες | θα εκφωνηθείς | να εκφωνηθείς | εκφωνήσου | ||
γ' ενικ. | εκφωνήθηκε | θα εκφωνηθεί | να εκφωνηθεί | |||
α' πληθ. | εκφωνηθήκαμε | θα εκφωνηθούμε | να εκφωνηθούμε | |||
β' πληθ. | εκφωνηθήκατε | θα εκφωνηθείτε | να εκφωνηθείτε | εκφωνηθείτε | ||
γ' πληθ. | εκφωνήθηκαν εκφωνηθήκαν(ε) |
θα εκφωνηθούν(ε) | να εκφωνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκφωνηθεί | είχα εκφωνηθεί | θα έχω εκφωνηθεί | να έχω εκφωνηθεί | εκφωνημένος | |
β' ενικ. | έχεις εκφωνηθεί | είχες εκφωνηθεί | θα έχεις εκφωνηθεί | να έχεις εκφωνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκφωνηθεί | είχε εκφωνηθεί | θα έχει εκφωνηθεί | να έχει εκφωνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφωνηθεί | είχαμε εκφωνηθεί | θα έχουμε εκφωνηθεί | να έχουμε εκφωνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκφωνηθεί | είχατε εκφωνηθεί | θα έχετε εκφωνηθεί | να έχετε εκφωνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκφωνηθεί | είχαν εκφωνηθεί | θα έχουν εκφωνηθεί | να έχουν εκφωνηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκφωνημένος - είμαστε, είστε, είναι εκφωνημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκφωνημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκφωνημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκφωνημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκφωνημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκφωνημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκφωνημένοι |