Δείτε επίσης: ἐκφωνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκφωνῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκφωνέω < αρχαία ελληνική ἐκ + φωνέω / φωνῶ < φωνή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.foˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φω‐νώ

εκφωνώ, αόρ.: εκφώνησα, παθ.φωνή: εκφωνούμαι, π.αόρ.: εκφωωνήθηκα, μτχ.π.π.: εκφωνημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εκ και φωνή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία