Δείτε επίσης: ἐκφωνῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

εκφωνώ, αόρ.: εκφώνησα, παθ.φωνή: εκφωνούμαι, π.αόρ.: εκφωωνήθηκα, μτχ.π.π.: εκφωνημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία