Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφώνηση οι εκφωνήσεις
      γενική της εκφώνησης* των εκφωνήσεων
    αιτιατική την εκφώνηση τις εκφωνήσεις
     κλητική εκφώνηση εκφωνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφωνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφώνηση < εκφωνώ < εκ + φωνέω-ῶ (φωνάζω στα αρχ. ελλ.)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκφώνηση θηλυκό

  1. η ανάγνωση κειμένου ώστε να ακούγεται από άλλους
    Η εκφώνηση του προβλήματος έγινε με λανθασμένο τρόπο και δεν το έλυσε κανένας μαθητής!

  Μεταφράσεις επεξεργασία