Δείτε επίσης: επισημοποίηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισημότητα οι επισημότητες
      γενική της επισημότητας των επισημοτήτων
    αιτιατική την επισημότητα τις επισημότητες
     κλητική επισημότητα επισημότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επισημότητα < ελληνιστική κοινή ἐπισημότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επισημότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ή κάτι επίσημο(ς), η ιδιότητα του επίσημου
    ※  Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
  2. επίσημη συμπεριφορά ή ενέργεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία