ραφή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραφή | οι | ραφές |
γενική | της | ραφής | των | ραφών |
αιτιατική | τη | ραφή | τις | ραφές |
κλητική | ραφή | ραφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ραφή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥαφή < ῥάπτω (ράβω)
- για την ιατρική > (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥαφή [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ραφή θηλυκό
- η γραμμή κατά μήκος της οποίας ενώνονται δύο τμήματα ρούχου, παπουτσιού ή άλλου δερμάτινου είδους που έχουν ραφτεί
- (ιατρική) ραμμένη τομή στο ανθρώπινο δέρμα
- η γραμμή ένωσης δύο τμημάτων του κρανίου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ραφή
Επεξεργασία
- ↑ ραφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.