ταγέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταγέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tailleur < tailler (κόβω) < λατινική talio < talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταγέρ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) γυναικείο ένδυμα, αποτελούμενο από σακάκι (όπως του κοστουμιού) και φούστα ή παντελόνι του ίδιου υφάσματος και στιλ
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ταγέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταγέρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)