Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταγέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tailleur < tailler (κόβω) < λατινική talio < talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /taˈʝeɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταγέρ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Παράγωγες λέξεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία