Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταγιέρ < γαλλική tailleur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταγιέρ ουδέτερο άκλιτο

→ δείτε τη λέξη ταγέρ