ενικός         πληθυντικός  
tailleur tailleurs

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tailleur < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - tailleor < taillier. Μορφολογικά αναλύεται σε taill(er) (κόβω) + -eur

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.jœʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tailleur (fr) αρσενικό