ενικός         πληθυντικός  
tailleur tailleurs

Ετυμολογία

επεξεργασία
tailleur < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - tailleor < taillier. Μορφολογικά αναλύεται σε taill(er) (κόβω) + -eur

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tailleur (fr) αρσενικό