tailleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tailleur | tailleurs |
Ετυμολογία
επεξεργασία- tailleur < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - tailleor < taillier. Μορφολογικά αναλύεται σε taill(er) (κόβω) + -eur
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtailleur (fr) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- tailleur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- tailleur - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online