Ετυμολογία 1

επεξεργασία
talio < talis

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tāliō, -ōnis (la) θηλυκό

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

talio (la) (tāliōconj.1-tāliāvī-tāliātum-taliare/taleare/talliare)

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη talea

Απόγονοι

επεξεργασία