tagliare
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- tagliare < παλαιά γαλλική taillier[1] < υστερολατινική taliare απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος talio < λατινική talea (ραβδί, πάσσαλος· μόσχευμα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (στη σημασία: αναπτύσσω)
Ρήμα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ taillier (Old French) στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία
- tagliare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).