τάλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τάλια | οι | τάλιες |
γενική | της | τάλιας | — | |
αιτιατική | την | τάλια | τις | τάλιες |
κλητική | τάλια | τάλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τάλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική taglia < tagliare (κόβω)[1] < υστερολατινική taliare (talio) < talea[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω). Συγκρίνετε με τον τύπο τάγια (< βενετική tagia)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈta.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐λια
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάλια θηλυκό
- (ενδυμασία, ραπτική) το επάνω μέρος του σώματος και του ρούχου (από τους γοφούς μέχρι τους ώμους)
- ↪ Όλες οι μπλούζες μού πέφτουν μακριές γιατί έχω μακριά άκρα και μικρή τάλια.
- άλλες μορφές: τάγια
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα με ταλια-
θέμα με ταγια-
- → δείτε τη λέξη τάγια
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τάλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ταγιάρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.