Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάγια οι τάγιες
      γενική της τάγιας
    αιτιατική την τάγια τις τάγιες
     κλητική τάγια τάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάγια < (άμεσο δάνειο) βενετική tagia < tagiar (κόβω)[1] → και δείτε τη λέξη τάλια (< ιταλική taglia)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈta.ʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τά‐λια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάγια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με ταλια-

θέμα με ταγια-

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία