taille
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
taille | tailles |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- taille < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - taille < λατινική talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l-. Συγγενή: βενετική tagia, ιταλική taglia.
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
taille (fr) θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- taille - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- taille - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online