ενικός         πληθυντικός  
taille tailles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
taille < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - taille < λατινική talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l-. Συγγενή: βενετική tagia, ιταλική taglia.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taj/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

taille (fr) θηλυκό

  1. η κοπή, το κόψιμο
  2. το μέγεθος
  3. (ανθρώπινο σώμα) η μέση (του σώματος)
    1. το ανάστημα, το μπόι, το ύψος
    2. το παράστημα
  4. είδος φόρου, κατά το Μεσαίωνα

Συγγενικά

επεξεργασία