μπόι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπόι | τα | μπόγια |
γενική | του | μπογιού | των | (μπογιών) |
αιτιατική | το | μπόι | τα | μπόγια |
κλητική | μπόι | μπόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Ο πληθυντικός δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπόι < (άμεσο δάνειο) τουρκική boy (ύψος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπόι ουδέτερο
- το ύψος, το ανάστημα, η κορμοστασιά
- ※ Πότε ήτανε που σήκωνες το χεράκι σου στα ύψη τα δυσθεώρητα για να συναντήσεις το δικό μου; Πότε που χτύπαγες με πείσμα το ποδαράκι σου κι εγώ έβαζα τα γέλια; Φτάσε πρώτα το ένα μέτρο μπόι και μετά να μου κάνεις εμένα ταρζανιές!» (Έλενα Ακρίτα, Χτυποκάρδια στο κρανίο, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
Εκφράσεις
επεξεργασία- έχει ρίξει μπόι: έχει ψηλώσει
- κρίμα το μπόι σου: ειρωνικά σε ενήλικα που συμπεριφέρεται παιδιάστικα