χεράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χεράκι | τα | χεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χεράκι | τα | χεράκια |
κλητική | χεράκι | χεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χεράκι < υποκοριστικό του χέρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χεράκι ουδέτερο
- μικρό χέρι
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα λέω ένα χεράκι:
- μιλάω χωρίς περιστροφές
- θα πάω από εκεί να του τα πω ένα χεράκι να ξαλαφρώσω
- μιλάω χωρίς περιστροφές
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ειδικό όρο για το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χέρι