↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χεράκι τα χεράκια
      γενική
    αιτιατική το χεράκι τα χεράκια
     κλητική χεράκι χεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χεράκι < υποκοριστικό του χέρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χεράκι ουδέτερο

  • μικρό χέρι
    ※  Πότε ήτανε που σήκωνες το χεράκι σου στα ύψη τα δυσθεώρητα για να συναντήσεις το δικό μου; Πότε που χτύπαγες με πείσμα το ποδαράκι σου κι εγώ έβαζα τα γέλια; Φτάσε πρώτα το ένα μέτρο μπόι και μετά να μου κάνεις εμένα ταρζανιές (Έλενα Ακρίτα, Χτυποκάρδια στο κρανίο, εκδ. Καστανιώτη, 2011)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τα λέω ένα χεράκι:
    1. μιλάω χωρίς περιστροφές
      θα πάω από εκεί να του τα πω ένα χεράκι να ξαλαφρώσω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ειδικό όρο για το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χέρι