δυσθεώρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσθεώρητος < αρχαία ελληνική < δυσ- + θεωρέω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
δυσθεώρητος, -η, -ο
- που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον δει επειδή είναι πολύ μεγάλος
- ο πληθωρισμός ανέβηκε σε ύψη δυσθεώρητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσθεώρητος
|