δυσθεώρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσθεώρητος < αρχαία ελληνική < δυσ- + θεωρέω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαδυσθεώρητος, -η, -ο
- που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον δει επειδή είναι πολύ μεγάλος
- ⮡ ο πληθωρισμός ανέβηκε σε ύψη δυσθεώρητα
- ※ Πότε ήτανε που σήκωνες το χεράκι σου στα ύψη τα δυσθεώρητα για να συναντήσεις το δικό μου; Πότε που χτύπαγες με πείσμα το ποδαράκι σου κι εγώ έβαζα τα γέλια; Φτάσε πρώτα το ένα μέτρο μπόι και μετά να μου κάνεις εμένα ταρζανιές!» (Έλενα Ακρίτα, Χτυποκάρδια στο κρανίο, εκδ. Καστανιώτη, 2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσθεώρητος
|