• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θεωρέω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Σύνθετα

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
θεωρέω < θεωρός

Ρήμα

επεξεργασία

θεωρέω (συνηρημένο θεωρῶ)

  1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω
  2. παρατηρώ, εξετάζω
  3. (για ηγεμόνες) επιθεωρώ
  4. (μεταφορικά) σκέπτομαι, στοχάζομαι
  5. είμαι θεατής
  6. είμαι θεωρός
  7. πηγαίνω να ρωτήσω μαντείο

Σύνθετα

επεξεργασία
  • ἀναθεωρέω
  • ἀποθεωρέω
  • διαθεωρέω
  • ἐνθεωρέω
  • ἐπιθεωρέω
  • θεωρητός
  • καταθεωρέω
  • παραθεωρέω
  • περιθεωρέω
  • προαποθεωρέω
  • προεπιθεωρέω
  • προθεωρέω
  • προσθεωρέω
  • συνεπιθεωρέω
  • συνθεωρέω
  • ὑποθεωρέω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θεωρέω&oldid=5255452"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:56

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:56.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας