θεωρέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεωρέω < θεωρός
Ρήμα επεξεργασία
θεωρέω (συνηρημένο θεωρῶ)
- παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω
- παρατηρώ, εξετάζω
- (για ηγεμόνες) επιθεωρώ
- (μεταφορικά) σκέπτομαι, στοχάζομαι
- είμαι θεατής
- είμαι θεωρός
- πηγαίνω να ρωτήσω μαντείο