πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεατής οἱ θεαταί
      γενική τοῦ θεατοῦ τῶν θεατῶν
      δοτική τῷ θεατ τοῖς θεαταῖς
    αιτιατική τὸν θεατήν τοὺς θεατᾱ́ς
     κλητική ! θεατᾰ́ θεαταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεατᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  θεαταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεᾱτής αρσενικό (θηλυκό θεάτρια)

  1. αυτός που παρακολουθεί, που βλέπει κάτι
  2. (ειδικότερα) αυτός που παρακολουθεί κάποια θεατρική παράσταση

Άλλες μορφές

επεξεργασία