Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεατής οι θεατές
      γενική του θεατή των θεατών
    αιτιατική τον θεατή τους θεατές
     κλητική θεατή θεατές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θεατής < αρχαία ελληνική θεατής

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.aˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐α‐τής

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θεατής αρσενικό (θηλυκό θεάτρια)

  1. που παρακολουθεί ένα θέαμα
  2. (συνεκδοχικά) που είναι αμέτοχος σε κάποια ενέργεια

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη θέα

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

θεατής



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεατής οἱ θεαταί
      γενική τοῦ θεατοῦ τῶν θεατῶν
      δοτική τῷ θεατ τοῖς θεαταῖς
    αιτιατική τὸν θεατήν τοὺς θεατᾱ́ς
     κλητική ! θεατᾰ́ θεαταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεατᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  θεαταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θεατής < θεάομαι / θεῶμαι + -τής < θέα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θεᾱτής αρσενικό (θηλυκό θεάτρια)

  1. αυτός που παρακολουθεί, που βλέπει κάτι
  2. (ειδικότερα) αυτός που παρακολουθεί κάποια θεατρική παράσταση

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία