θεατής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θεατής | οι | θεατές |
γενική | του | θεατή | των | θεατών |
αιτιατική | τον | θεατή | τους | θεατές |
κλητική | θεατή | θεατές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεατής < αρχαία ελληνική θεατής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.aˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐α‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεατής αρσενικό (θηλυκό θεάτρια)
- που παρακολουθεί ένα θέαμα
- (συνεκδοχικά) που είναι αμέτοχος σε κάποια ενέργεια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θέα
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεατής
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθεατής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θεατής | οἱ | θεαταί |
γενική | τοῦ | θεατοῦ | τῶν | θεατῶν |
δοτική | τῷ | θεατῇ | τοῖς | θεαταῖς |
αιτιατική | τὸν | θεατήν | τοὺς | θεατᾱ́ς |
κλητική ὦ! | θεατᾰ́ | θεαταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεατᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θεαταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθεᾱτής αρσενικό (θηλυκό θεάτρια)
- αυτός που παρακολουθεί, που βλέπει κάτι
- (ειδικότερα) αυτός που παρακολουθεί κάποια θεατρική παράσταση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θεατής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεατής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.