spektanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spektanto | spektantoj |
αιτιατική | spektanton | spektantojn |
spektanto (eo)
- ο θεατής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spektanto | spektantoj |
αιτιατική | spektanton | spektantojn |
spektanto (eo)