↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμέτοχος η αμέτοχη το αμέτοχο
      γενική του αμέτοχου της αμέτοχης του αμέτοχου
    αιτιατική τον αμέτοχο την αμέτοχη το αμέτοχο
     κλητική αμέτοχε αμέτοχη αμέτοχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμέτοχοι οι αμέτοχες τα αμέτοχα
      γενική των αμέτοχων των αμέτοχων των αμέτοχων
    αιτιατική τους αμέτοχους τις αμέτοχες τα αμέτοχα
     κλητική αμέτοχοι αμέτοχες αμέτοχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμέτοχος < (ελληνιστική κοινήἀμέτοχος < ἀ- στερητικό + μέτοχος < αρχαία ελληνική μετέχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈme.to.xos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /aˈme.to.çi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /aˈme.to.xo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

αμέτοχος , -η , -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη μετέχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία