↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μέτοχος οι μέτοχοι
      γενική του/της
του
μετόχου
μέτοχου
των μετόχων
    αιτιατική τον/τη μέτοχο τους/τις μετόχους
     κλητική μέτοχε μέτοχοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέτοχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέτοχος (επίθετο) < μετέχω < μέτ- (μετά) + -οχος (< ἔχω)
μέτοχος σε εταιρεία > (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική shareholder

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.to.xos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέτοχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μετέχει σε κάτι
     συνώνυμα: συμμέτοχος
  2. (οικονομία) που έχει μετοχές μιας εταιρείας

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μετοχή και έχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέτοχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέτοχος (επίθετο) < μετέχω < μέτ- (μετά) + -οχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

μέτοχος, -ος, -ον

  1. που μετέχει, παίρνει μέρος
  2. (αρνητική σημασία) συμμέτοχος, συνεργός

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέτοχος αρσενικό



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέτοχος < μέτ- (μετά) + -οχος (< ἔχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

μέτοχος, -ος, -ον

  1. που έχει μερίδιο, συμμέτοχος
  2. συνεργός σε φόνο
  3. (ελληνιστική κοινή) μέλος ομάδας αξιωματούχων

Συγγενικά

επεξεργασία