πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μέτοχος οι μέτοχοι
      γενική του/της
του
μετόχου
μέτοχου
των μετόχων
    αιτιατική τον/τη μέτοχο τους/τις μετόχους
     κλητική μέτοχε μέτοχοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέτοχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μετέχει σε κάτι
     συνώνυμα: συμμέτοχος
  2. (οικονομία) που έχει μετοχές μιας εταιρείας

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις μετοχή και έχω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

μέτοχος, -ος, -ον

  1. που μετέχει, παίρνει μέρος
  2. (αρνητική σημασία) συμμέτοχος, συνεργός

Εκφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέτοχος αρσενικό



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
μέτοχος < μέτ- (μετά) + -οχος (< ἔχω)