μέτοχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μέτοχος | οι | μέτοχοι |
γενική | του/της του |
μετόχου μέτοχου |
των | μετόχων |
αιτιατική | τον/τη | μέτοχο | τους/τις | μετόχους |
κλητική | μέτοχε | μέτοχοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέτοχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέτοχος (επίθετο) < μετέχω < μέτ- (μετά) + -οχος (< ἔχω)
- μέτοχος σε εταιρεία > (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική shareholder
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈme.to.xos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέτοχος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μετοχή και έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμμέτοχος
|
που έχει μετοχές
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέτοχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέτοχος (επίθετο) < μετέχω < μέτ- (μετά) + -οχος (< ἔχω)
Επίθετο
επεξεργασίαμέτοχος, -ος, -ον
- που μετέχει, παίρνει μέρος
- (αρνητική σημασία) συμμέτοχος, συνεργός
Εκφράσεις
επεξεργασία- μέτοχος λόγου (μορφωμένος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέτοχος αρσενικό
- (οικονομικά) ο συνέταιρος
Πηγές
επεξεργασία- μέτοχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμέτοχος, -ος, -ον
- που έχει μερίδιο, συμμέτοχος
- συνεργός σε φόνο
- (ελληνιστική κοινή) μέλος ομάδας αξιωματούχων
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μέτοχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέτοχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.