Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ak.sjɔ.nɛʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
actionnaire actionnaires

actionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό