stockholder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stockholder | stockholders |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstockholder (en)
- (οικονομία) ο/η μέτοχος, που έχει μετοχές
- ⮡ distribution of profits to stockholders - κατανομή των κερδών στους μετόχους
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη shareholder