stock
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
stock (en)
- η αρχική αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας
- ⮡ stock cooler - η αρχική ψύκτρα (που συνοδεύει τον επεξεργαστή ενός υπολογιστή)
- ≠ αντώνυμα: aftermarket
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stock | stocks |
stock (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το στοκ, το απόθεμα, προμήθεια αγαθών που διατίθεται προς πώληση σε κατάστημα
- ⮡ During the sales, all the stock we had in the store was sold.
- Στις εκπτώσεις πουλήθηκαν όλα τα στοκ που είχαμε στο μαγαζί.
- ⮡ We have a large stock of shoes/shirts etc.
- Έχουμε ένα μεγάλο στοκ από παπούτσια/από πουκάμισα κτλ.
- ⮡ We have a fast turnover of stock.
- Έχουμε γρήγορη ανανέωση αποθέματος.
- ⮡ We are temporarily out of stock.
- Το απόθεμα έχει προσωρινά εξαντληθεί.
- ⮡ That particular model is not currently in stock.
- Αυτό το συγκεκριμένο μοντέλο δεν είναι διαθέσιμο αυτή τη στιγμή.
- ⮡ During the sales, all the stock we had in the store was sold.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το απόθεμα, προμήθεια κάτι που είναι διαθέσιμο για χρήση
- ⮡ Our oil stock decreased.
- Τα αποθέματα μας σε πετρέλαιο λιγόστεψαν.
- ⮡ Our oil stock decreased.
- (μη μετρήσιμο, οικονομία) η μετοχή, η αξία των μετοχών μιας εταιρείας που έχουν πουληθεί
- ⮡ The company’s stock hit an all-time high of 100 dollars.
- Η μετοχή της εταιρείας έφτασε σε ιστορικό υψηλό των 100 δολαρίων.
- ⮡ The company’s stock hit an all-time high of 100 dollars.
- (συνήθως πληθυντικός, οικονομία) η μετοχή που έχει αγοράσει κάποιος σε μια εταιρεία
- ⮡ They buy and sell stocks.
- Αγοράζουν και πουλάνε μετοχές.
- ⮡ Do you invest in stocks and bonds?
- Επενδύεις σε μετοχές και ομόλογα;
- ⮡ They buy and sell stocks.