Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stock (en)

  1. το απόθεμα
  2. η αρχική αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας
    stock cooler - η αρχική ψύκτρα (που συνοδεύει τον επεξεργαστή ενός υπολογιστή)
     αντώνυμα: aftermarket

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας stock
γ΄ ενικό ενεστώτα stocks
αόριστος stocked
παθητική μετοχή stocked
ενεργητική μετοχή stocking

stock (en)

  1. παρέχω



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
stock stocks

stock (fr) αρσενικό