μετέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετέχω < αρχαία ελληνική μετέχω < μετά + ἔχω
Ρήμα
επεξεργασίαμετέχω
- παίρνω μέρος σε κάτι, είμαι μέτοχος ή έχω μερίδιο σε κάτι
- στην ανθρωπιστική αποστολή μετείχαν πολλοί εθελοντές
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετέχω