↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετοχικός η μετοχική το μετοχικό
      γενική του μετοχικού της μετοχικής του μετοχικού
    αιτιατική τον μετοχικό τη μετοχική το μετοχικό
     κλητική μετοχικέ μετοχική μετοχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετοχικοί οι μετοχικές τα μετοχικά
      γενική των μετοχικών των μετοχικών των μετοχικών
    αιτιατική τους μετοχικούς τις μετοχικές τα μετοχικά
     κλητική μετοχικοί μετοχικές μετοχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετοχικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετοχικός < αρχαία ελληνική μετοχ(ή) + -ικός < μετέχω < μετά + ἔχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.to.çiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐το‐χι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μετοχικός, -ή, -ό

  1. (οικονομία) που έχει σχέση με εταιρική μετοχή ή μέτοχο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (γραμματική) που έχει σχέση με μετοχή (το μέρος του λόγου) ή αναφέρεται σ’ αυτό
  3. (σπάνιο) άλλη μορφή του συμμετοχικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία