μετοχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετοχικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετοχικός < αρχαία ελληνική μετοχ(ή) + -ικός < μετέχω < μετά + ἔχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.to.çiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐το‐χι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμετοχικός, -ή, -ό
- (οικονομία) που έχει σχέση με εταιρική μετοχή ή μέτοχο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (γραμματική) που έχει σχέση με μετοχή (το μέρος του λόγου) ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του συμμετοχικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μετοχικός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία (γραμματική)