• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συμμετέχω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμετέχω < αρχαία ελληνική συμμετέχω < σύν + μετέχω < μετά + ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-

Ρήμα

επεξεργασία

συμμετέχω

  1. παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με άλλους
  2. παρίσταμαι σε ενέργειες, εκδηλώσεις κ.λπ.
  3. επιδρώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • συμμετέχων
  • συμμετοχή
  • συμμετοχικά
  • συμμετοχικός
  • συμμέτοχος
  • → δείτε τις λέξεις μετέχω και έχω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συμμετέχω
  • αγγλικά : participate (en)
  • γαλλικά : participer (fr)
  • γερμανικά : teilnehmen (de)
  • ιταλικά : partecipare (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συμμετέχω&oldid=5601376"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Οκτωβρίου 2022, στις 12:58

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Οκτωβρίου 2022, στις 12:58. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας