↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνέταιρος οι συνέταιροι
      γενική του συνέταιρου
συνεταίρου
των συνέταιρων
συνεταίρων
    αιτιατική τον συνέταιρο τους συνέταιρους
συνεταίρους
     κλητική συνέταιρε συνέταιροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνέταιρος < αρχαία ελληνική συνέταιρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνέταιρος αρσενικό ή θηλυκό και συνεταίρος

  1. συμμέτοχος σε επιχείρηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

συνέταιρος < συν- + ἑταῖρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνέταιρος αρσενικό

  1. σύντροφος, φίλος

Συγγενικά

επεξεργασία