Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεταιρισμός οι συνεταιρισμοί
      γενική του συνεταιρισμού των συνεταιρισμών
    αιτιατική τον συνεταιρισμό τους συνεταιρισμούς
     κλητική συνεταιρισμέ συνεταιρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεταιρισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεταιρισμός αρσενικό

  • ένωση προσώπων στην οποία ο αριθμός των μελών και το ύψος του κεφαλαίου δεν είναι σταθερά και η οποία έχει ως σκοπό τη συνεργασία των μελών της για την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων τους: Παραγωγικός συνεταιρισμός, που συγκεντρώνει την παραγωγή των μελών και αναλαμβάνει τη μεταποίησή της. Kαταναλωτικός συνεταιρισμός, για την παροχή αγαθών στα μέλη του, σε χαμηλές τιμές. Aγροτικός / αλιευτικός / οικοδομικός συνεταιρισμός - λεξικό της κοινής νεοελληνικής[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία