consortium
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
consortium (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
consortium | consortiums |
Ουσιαστικό επεξεργασία
consortium (fr) αρσενικό
- (οικονομία) ο συνεταιρισμός, η κοινοπραξία, το κονσόρτσιουμ