Ετυμολογία

επεξεργασία
κονσόρτσιουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική consortium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κονσόρτσιουμ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία