κονσόρτσιουμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονσόρτσιουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική consortium
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονσόρτσιουμ ουδέτερο άκλιτο
- προσωρινός συνεταιρισμός χωρών, επιχειρήσεων, τραπεζών κτλ. για κοινό σκοπό, κοινοπραξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονσόρτσιουμ