Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονσόρτσιουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική consortium

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κονσόρτσιουμ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία